λεωκόνητος

λεωκόνητος
λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση τού επιρρ. λέως* «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (τού καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρι-κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση τού κονίω < κόνις «σκόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεωκόρητος — λεωκόρητος, ὁ (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λεωκόνητος] …   Dictionary of Greek

  • λεώλεθρος — λεώλεθρος, ὁ (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος] …   Dictionary of Greek

  • λεώλης — λεώλης, ῶλες (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρεν ώλης] …   Dictionary of Greek

  • λέως — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… …   Dictionary of Greek

  • λεωπετρία — λεωπετρία, ἡ (Α) λεία πέτρα («τὰς σάρκας ἐπὶ τινος λεωπετρίας κατατιθέμενοι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • λεωργός — και λεουργός, όν (Α) 1. ο ικανός να κάνει τα πάντα, πανούργος 2. (για πράξεις) βίαιος («λεωργὰ κἀθέμιστα», Αρχιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”